μεθιδρύω

μεθιδρύω
μεθιδρύω (Α)
1. μεταθέτω, μετατοπίζω («ἐπὶ τἀναντία μεθιδρύσασα τὸν ἑαυτῆς βίον», Πλάτ.)
2. μέσ. μεθιδρύομαι
α) παίρνω κάτι μαζί μου από έναν τόπο σε άλλο
β) αλλάζω θέση πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς («ὑπέφευγεν ἄλλοθεν ἀλλαχόσε χώρας μεθιδρυόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἱδρύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεθιδρυσόμενον — μεθιδρῡσόμενον , μεθιδρύω fut part mid masc acc sg μεθιδρῡσόμενον , μεθιδρύω fut part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθιδρύθη — μεθῑδρύ̱θη , μεθιδρύω aor ind pass 3rd sg μεθιδρύ̱θη , μεθιδρύω aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθιδρύσατο — μεθῑδρύ̱σατο , μεθιδρύω aor ind mid 3rd sg μεθιδρύ̱σατο , μεθιδρύω aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… …   Dictionary of Greek

  • μεθίδρυσις — μεθίδρυσις, ἡ (Α) [μεθιδρύω] 1. μετάθεση, μετακίνηση, μετοίκηση, μετεγκατάσταση («αἱ Μυκῆναι μείζονα ἐπίδοσιν λαβοῡσαι διὰ τὴν τῶν Πελοπιδῶν εἰς αὐτὰς μεθίδρυσιν», Στράβ.) 2. μετατροπή, μεταρρύθμιση («μηδεμιᾱς μεθιδρύσεως μηδὲ μετακοσμήσεως… …   Dictionary of Greek

  • μεθιδρυσάμενος — μεθιδρῡσάμενος , μεθιδρύω aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθιδρυσόμενος — μεθιδρῡσόμενος , μεθιδρύω fut part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθιδρυόμενος — μεθιδρῡόμενος , μεθιδρύω pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθιδρύσας — μεθιδρύ̱σᾱς , μεθιδρύω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθιδρύσασα — μεθιδρύ̱σᾱσα , μεθιδρύω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”